φυλακισμένος — η, ο, Ν βλ. φυλακίζω … Dictionary of Greek
συμφυλακίτης — ὁ, θηλ. συμφυλακῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. αυτός που είναι φυλακισμένος μαζί με κάποιον άλλον 2. αυτός που υπηρετεί ως φυλακίτης* μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φυλακίτης «κρατούμενος, φυλακισμένος»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
έμφρουρος — ἔμφρουρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ή τοποθετεί φρουρά για τη δική του προστασία («ἅτ ἐμφρούρων ὄντων Ἀθηναίων», Ξεν.) 2. αυτός που εκτελεί υπηρεσία φρουρού 3. αυτός που φρουρείται, φρουρούμενος, επιτηρούμενος 4. φυλακισμένος, σε περιορισμό … Dictionary of Greek
αλυσοδεμένος — η, ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου τού αλυσοδένω) και μτφ. ο δεμένος με αλυσίδες, δέσμιος, φυλακισμένος … Dictionary of Greek
δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… … Dictionary of Greek
δραπέτης — ο (θηλ. δραπέτισσα και δραπέτις, η) (AM δραπέτης θηλ. δραπέτις, η) 1. κρατούμενος, φυλακισμένος, δούλος κ.λπ., που έφυγε κρυφά, φυγάς 2. μτφ. αυτός που προσπαθεί να αποφύγει το καθήκον του νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας ευκνημίδες 2 … Dictionary of Greek
εγκάθειρκτος — η, ο (AM ἐγκάθειρκτος, ον) φυλακισμένος … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… … Dictionary of Greek